- κυήσεως
- κυήσεω̆ς , κύησιςconceptionfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek
εκτρωσμός — ἐκτρωσμός, ο (Α) 1. έκτρωση που γίνεται ώς τις σαράντα μέρες τής κυήσεως 2. επιχειρηθείσα έκτρωση … Dictionary of Greek
κύηση — Η διαδικασία ανάπτυξης του εμβρύου μέσα στη μήτρα. Φυσιολογικά η κ. αρχίζει από τη γονιμοποίηση του ωαρίου από το σπερματοζωάριο και ολοκληρώνεται με τον τοκετό. Βλ. λ. εγκυμοσύνη. * * * η (AM κύησις) [κυώ] η διεργασία που συντελείται και ο… … Dictionary of Greek
σφισίμολος — Α (κατά τον Ησύχ.) «διαφορὰ τῆς κυήσεως» … Dictionary of Greek
τοξιναιμία — και τοξαιμία, η, Ν 1. ιατρ. η παρουσία μεγάλων ποσοτήτων βακτηριακών τοξινών στο αίμα, χωρίς ανάλογη αύξηση τού αριθμού τών μικροβίων τα οποία τίς παράγουν, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις νόσων από βακτήρια που δρουν με τις εξωτοξίνες τους 2. φρ … Dictionary of Greek
ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… … Православная энциклопедия